ορυκτερόπους

ορυκτερόπους
(orycteropus afer). Νωδό θηλαστικό που ανήκει, με περίπου δέκα υποείδη, στην τάξη των σωληνοδόντων. Έχει ύψος ως το ακρώμιο γύρω στα 50 εκ. και μήκος 1,70 μ., στο οποίο περιλαμβάνεται και η ουρά· ο κορμός του είναι χοντρός και ο λαιμός και τα άκρα ρωμαλέα. Το δέρμα του είναι καστανοκιτρινωπό, με αραιή τριχωτή πολύ απλή επένδυση. Το κεφάλι, μακρό, με ρύγχος σχετικά λεπτό, καταλήγει σε μια ελαφρά διόγκωση, στην οποία ανοίγονται τα ρουθούνια, ενώ τα πτερύγια των αυτιών, πολύ προς τα πίσω, είναι μεγάλα και τα μάτια έχουν μέσες διαστάσεις. Το μικρό στόμα είναι εφοδιασμένο μόνο με προγομφίους και γομφίους, οι οποίοι στα ενήλικα άτομα φτάνουν συνολικά τους δεκαοχτώ· τα αδύναμα αυτά δόντια, χωρίς σμάλτο και χωρίς ρίζες, αυξάνονται συνεχώς. Η γλώσσα είναι μακρυά, σκωληκόμορφη, προεκτεινόμενη, ιξώδης και κατάλληλη να πιάνει μυρμήγκια και τερμίτες, τους οποίους αναζητεί ο ο. γκρεμίζοντας τις φωλιές τους με τα μεγάλα νύχια των μπροστινών ποδιών του. Στον ο. –το όνομα είναι σύνθετο από το ορύσσω και το πους, αυτός δηλαδή που εξορύσσει με τα πόδια– τα μπροστινά και πίσω άκρα έχουν αντίστοιχα 4 και 5 δάχτυλα με χοντρά νύχια. Ο ο. ζει στις άγονες περιοχές της κεντρικής και νότιας Αφρικής. Είναι ζώο νυκτόβιο και περνά την ημέρα του σε φωλιές που σκάβει εύκολα στο έδαφος. Προικισμένος με οξύτατη όσφρηση και ακοή, δεν επιτίθεται κατά των αντιπάλων του, αλλά αμύνεται γενναία χρησιμοποιώντας τα ισχυρότατα νύχια του. O ορυκτερόπους (orycteropus afer) είναι νυκτόβιο ζώο των άγονων περιοχών της κεντρικής και νότιας Αφρικής. Την ημέρα καταφεύγει σε φωλιές που σκάβει εύκολα με τα ισχυρότατα νύχια του.
* * *
ο
ζωολ. θηλαστικό, μοναδικό γένος τής οικογένειας ορυκτεροποδίδες, τής τάξης σωληνόδοντα, που ζει στα δάση και στις πεδιάδες νότια τής Σαχάρας, μοιάζει με χοίρο μέτριου μεγέθους, έχει μεγάλα αφτιά και δυνατή μυώδη ουρά και τρέφεται με τερμίτες, αλλ. αφρικανικός μυρμηκοφάγος ή άαρντ-βαρκ.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. orycteropus (< ορυκτήρ + πους). Η λ. στον πληθ. ορυκτερόποδα, μαρτυρείται από το 1894 στον Σπ. Μηλιαράκη].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • Aardvark — For other uses, see Aardvark (disambiguation). Aardvark Temporal range: Early Miocene–Recent …   Wikipedia

  • νωδά — Τάξη θηλαστικών χωρίς ή με ατελή οδοντοφυΐα (νωδός= αυτός που δεν έχει δόντια). Τα ζώα αυτά, ποικίλου σχήματος και διάστασης, είναι χαρακτηριστικά της Νότιας και Κεντρικής Αμερικής (μόνο ένα είδος ζει στη Βόρεια Αμερική). Τα ν. είναι όλα… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”